«Γιατί πάντα τόση Καθυστέρηση;»
Η Ελλάδα μαστίζεται παραδοσιακά από μια παθογένεια, «την Καθυστέρηση», όχι τη «διανοητική» αλλά των «ραντεβού» στην ώρα τους, της «υλοποίησης υποχρεώσεων» με συνέπεια, της έγκαιρης διάγνωσης προβλημάτων και τέλος των «αποφάσεων» χωρίς ολιγωρίες, με αντίκτυπο στην ποιότητα αυτών που παράγουμε και απολαμβάνουμε.
Το ασύμμετρο γονίδιο «Της Καθυστέρησης», στο DNA της φυλής μας, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό όταν κρίνεται το ευρύ κοινό, διότι πολλά εξαρτώνται από τη γενικότερη παιδεία ενός Λαού. Το να βιώνεις όμως, από τους κεντρικούς πυλώνες του Πολιτικού Προσωπικού της Χώρας, καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων δημιουργεί σκεπτικισμό.
Από τη μία στο ΠΑΣΟΚ έπρεπε να περάσουν πέντε ολόκληρα χρόνια για να συνειδητοποιηθεί, ότι ο Ψηφοφόρος δεν ενδιαφέρεται μόνο για τον ανταγωνισμό με την Κυβέρνηση, σε μια ατέρμονη αντιπολιτευτική αντιπαράθεση, αποκλείοντας τον Πολίτη από τις κεντρικές θέσεις του ακροατηρίου του. Στην Αξιωματική Αντιπολίτευση πιθανόν έμαθαν τους κανόνες της σωστής αντιπολίτευσης. Διατυπώνεται βέβαια, από το εν δυνάμει εκλογικό ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ, το ερωτηματικό του αν θα απαιτηθούν περισσότερα χρόνια από όσα πρέπει για να μάθει και τους κανόνες της διακυβέρνησης.
Από την άλλη μεριά στη Νέα Δημοκρατία, πρέπει να «ξεπεράσει ο κόμπος το χτένι», για να κινητοποιηθούν οι μηχανισμοί άμυνας και δημιουργικότητας. Οριακά σε επίπεδο χρόνου και στις δύσκολες καμπές, ξεπερνιέται το σοκ του «δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό σε εμένα», ενώ παράλληλα σχεδιάζεται νηφάλια στρατηγική, χωρίς να γίνεται απλά «διαχείριση κρίσης».
Το σίγουρο είναι ότι μέσα στις επόμενες δέκα – δεκαπέντε ημέρες, πρέπει στη ζωή της Κυβέρνησης, να χωρέσουν Μεταρρυθμιστικές Πολιτικές για την Καθημερινότητα του Πολίτη, η Διαχείριση Προσώπων και η Πειστικότητα σε θέματα Διαφάνειας.
Γιατί λοιπόν σε αυτή τη Χώρα, πρέπει να πέφτει το πολύ «Διάβασμα» λίγο πριν την «Εξεταστική Περίοδο»;
Ο χρόνος είναι κοντός, πολύ κοντός, οι επιταχύνσεις που απαιτούνται σήμερα από όλους τους «παίκτες» είναι τεράστιες και οι «κινητήρες» υπό πίεση «καίνε» πολύ.
Επιστροφή