Κλωτσιά στο Καλάμι
Δικαίωμα στην απεργία έχουν άπαντες. Όπως και να το πιάσει κανείς αυτό δεν ξεπερνιέται. Και οι πολλοί έχουν δικαίωμα να απεργούν και οι λίγοι.
Ακόμα και αν τα αιτούμενα μοιάζουν παράλογα για όσους δεν απεργούν το δικαίωμα παραμένει πάντα εκεί. Διότι όπως λέει η παροιμία «όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος». Κανείς δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες και τα προβλήματα της «αυτοπραγμάτωσης» που αντιμετωπίζει μια συγκεκριμένη εργασιακή ομάδα ή κλάδος μέσα από την δουλειά των μελών της.
Συνεπώς μέχρι εδώ όλοι μας οφείλουμε να σιωπούμε και να δεχόμαστε το δικαίωμα στην απεργία όλων μας είτε είμαστε πολλοί είτε λίγοι.
Τα πράγματα μπερδεύονται όταν αναλύσει κανείς παράγοντες όπως α)τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για να αποφασισθεί μια απεργία, β)ποιοι είναι οι συνδικαλιστικοί δρώντες που ώθησαν τα πράγματα προς την απεργία, γ)τα κίνητρα των συνδικαλιστικών δρώντων, δ)τις προληπτικές προφυλάξεις που λήφθηκαν ώστε να υπάρχουν εκπρόσωποι ασφαλείας για να μην πάθει «μπλακ άουτ» η λειτουργία της Χώρα σε οποιονδήποτε τομέα.
Συνδυαστικά θα πρέπει να προστεθούν και οι εξής άξονες α)οι διαδικασίες κατά την ώρα της απεργίας πχ πορείες ή οτιδήποτε άλλο, β)η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και του αντίκτυπου που θα προκαλέσει η απεργία είτε σε αυτούς που αποφασίζουν είτε στο ευρύ κοινό.
Η απεργία είναι μια θεατρική παράσταση όπου οι ηθοποιοί είναι οι εκπρόσωποι του κλάδου που απεργεί, οι θεατές είναι το ευρύ κοινό κριτής που οι αντιδράσεις του την ώρα της παράστασης / απεργίας (χειροκρότημα ή γιουχάισμα) λειτουργούν καταλυτικά επί των αποφάσεων που θα πάρει ο παραγωγός της παράστασης που είναι οι εκπρόσωποι της πολιτείας.
Στο σημείο αυτό μπαίνει το κρίσιμο διακύβευμα. Αν οι απεργοί / ηθοποιοί δεν καταφέρνουν ή φοβούνται ότι δεν θα καταφέρουν να κινητοποιήσουν όχι την πολιτεία αλλά το ευρύ κοινό, αυτό δεν τους δίνει το δικαίωμα να «δείρουν» το ακροατήριο / υπόλοιπη κοινωνία για να εξασφαλίσουν / εκβιάσουν το χειροκρότημα.
Ο βασανισμός του ευρύ κοινού στα πλαίσια μια απεργίας / πορείας θυμίζει σε ορισμένες περιπτώσεις ένα «μοσχαναθρεμμένο» παιδί που επειδή ζητά επίμονα κάτι που είδε σε μία βιτρίνα αλλά δεν το παίρνει, κλωτσά την μαμά του στο καλάμι πιστεύοντας ότι ο πόνος που θα της προκαλέσει θα της λυγίσει της αντιστάσεις με στόχο εκείνη να πείσει τον μπαμπά να του αγοράσει το δώρο.
Δυστυχώς σε μια τέτοια περίπτωση ο κόσμος / ευρύ κοινό που παρακολουθεί (μαμά) όχι μόνο δεν θα λυγίσει αλλά μάλλον θα ξεσπάσει εναντίον του παιδιού το οποίο θα χάσει το δίκιο του και το δώρο.
Συνεπώς οι απεργοί δεν δικαιούνται να κλωτσάνε στο καλάμι την κοινωνία για να τρομάξουν την πολιτεία ώστε να ανταποκριθεί στα αιτήματα. Στην Ελλάδα για πάρα πολλές γενιές δεν έχουμε μάθει να διαπραγματευόμαστε σωστά με «πολιτικούς» όρους. Ούτε οι Κυβερνήσεις το έμαθαν ούτε οι εκάστοτε απεργοί.
Οι πρώτοι είτε στρουθοκαμηλίζουν ότι «μπόρα είναι θα περάσει» είτε ταμπουρώνονται πίσω από το ρήμα «δεν μπορώ». Κυρίως όμως οι δεύτεροι / απεργοί λειτουργούν συνεχώς αυτοκαταστροφικά χάνοντας σταδιακά με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότερο το δίκιο τους. Δίνουν έτσι το δικαίωμα στους πρώτους να τους αποκαλούν με ότι πιο σκληρά επίθετα γίνεται, σε σχέση με τις προθέσεις τους και επιπλέον μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Επιστροφή